ἐπαυξάνει

ἐπαυξάνει
ἐπαυξάνω
increase
pres ind mp 2nd sg
ἐπαυξάνω
increase
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιταχυντικός — ή, ό 1. αυτός που επαυξάνει την ταχύτητα, που επιταχύνει κίνηση ή ενέργεια 2. αυτός που συντελεί σε επιτάχυνση. επίρρ... επιταχυντικώς και ά με τρόπο που επαυξάνει την ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτάχυνση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ι. Ν.… …   Dictionary of Greek

  • επιτατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που επιτείνει, που επαυξάνει την τάση, που προκαλεί επίταση. 2. έντονος, ζωηρός, σφοδρός. 3. «επιτατικός προσδιορισμός», επίρρημα ή επίθετο ή σύνδεσμος που επαυξάνει τη σημασία όρου της πρότασης, επιδοτικός: Και βέβαια να με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυξητικός — ή, ό (AM αὐξητικός, ή, όν) αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση αρχ. μσν. αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει αρχ. 1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο 2. παραγωγικός …   Dictionary of Greek

  • επιτατικός — ή, ό (Α ἐπιτατικός, ή, ό) [επίταση] αυτός που αυξάνει την τάση, που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην επίταση 2. γραμμ. (για λέξεις, μόρια κ.λπ.) αυτός που επαυξάνει τη σημασία ενός όρου τής πρότασης. επίρρ... επιτατικώς και ά με επίταση, με… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκοκκώδη — (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • επιταχυντικός — ή, ό επίρρ. ά που επαυξάνει την ταχύτητα, που επιταχύνει κίνηση ή ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμπούκι — το (λ. τουρκ.) 1. είδος καπνοσύριγγας, που έχει στο ένα άκρο της εστία, όπου καίγεται ο καπνός, πίπα: Καπνίζει με τσιμπούκι ο καπετάνιος. 2. κυλινδρικό δοκάρι που επαυξάνει το ύψος του καταρτιού, το επιστήλιο. 3. σεξουαλική διαστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”